διάχυσις
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
English (LSJ)
εως, ἡ,
A diffusion, Hp.Vict.2.60, Pl.Cra.419c; extension, Plu.2.771b; spreading, γῆς Gp.5.25.2; δ. λιμνώδη λαμβάνειν to spread out like a lake, Plu.Mar.37. 2 waste, loss, σπέρματος Thphr. CP4.4.7. 3 softening, ib.4.12.2. II dissolution, liquefaction, opp. πῆξις, Arist.Mete.382a30. III relaxation, συστολαὶ καὶ δ. Epicur.Fr.410, cf. Chrysipp.Stoic.3.119; τὰς ἐπὶ σαρκὶ τῆς ψυχῆς δ. Epicur. l.c., cf. Aret.SD1.5; cheerfulness, ψυχῆς Sor.1.97; merriment, Plu.Cat.Mi.46, Hierocl.p.54A., Hdn.Fig.p.92 S.; ridicule, Phld.Lib.p.37O.; cheerful expression, Plu.Dem.25. IV δ. ὀμμάτων 'melting' look, Id.2.335c. V = δελφίνιον, Ps.-Dsc. 3.73.
Greek (Liddell-Scott)
διάχῠσις: -εως, ἡ, (διαχέω) ἔκχυσις, διασκόρπισμα, Πλάτ. Κρατ. 419C· δ. λιμνώδη λαμβάνω, ἐκτείνομαι, ἐξαπλοῦμαι ὡς λίμνη, Πλούτ. Μαρ. 27. 2) ἔκχυσις, ἀπώλεια, σπέρματος Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 4. 4, 7. ΙΙ. διάλυσις, ἀντίθ. πῆξις, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 5, 2. ΙΙΙ. διασκέδασις, εὐθυμία, Πλούτ. Κάτ. Ν. 46.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action d’épancher, de répandre, diffusion;
2 action de se répandre en parl. d’un fleuve ; fig. effusion de joie, épanouissement de l’âme.
Étymologie: διαχέω.