θεωρικός

From LSJ
Revision as of 19:59, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεωρικός Medium diacritics: θεωρικός Low diacritics: θεωρικός Capitals: ΘΕΩΡΙΚΟΣ
Transliteration A: theōrikós Transliteration B: theōrikos Transliteration C: theorikos Beta Code: qewriko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for θεωρία (signfs. 1 and 11), πεπλώματ' οὐ θεωρικά no festal robes, E.Supp.97; θ. σκηνή the tent used by the θεωροί, Henioch.5.8; θ. ὁδός,= θεωρίς 1.2, Poll.2.55. Adv. -κῶς Hsch.    II θεωρικόν, τό (θεωρικός, ὁ, seems to be an error in Phld.Rh.2.208 S.), at Athens, fund for providing free seats at public spectacles, οἱ ἐπὶ τὸ θ. Arist.Ath.43.1, cf. 47.2, D.18.113, IG22.223C5; ἡ ἀρχὴ ἡ ἐπὶ τῷ θ. Aeschin.3.24: pl. (sc. χρήματα), D.3.11, Harp., etc., cf. Plu.Per.9: so elsewh. θεωρικά, with or without χρήματα, fund for festivals, POxy.1333 (ii/iii A.D.), 473.4 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1206] zur θεωρία gehörig, die feierlichen Gesandtschaften betreffend, die zur Theilnahme an den öffentlichen Spielen von den einzelnen Städten abgeschickt wurden; πεπλώματα Eur. Suppl. 97; σκηνή Henioch. Stob. fl. 43, 27; ὁδός Poll. 2, 55; κίστη 10, 165; – das Zuschauen im Theater, das Theater betreffend; τὸ θεωρικόν u. τὰ θεωρικά, Schauspielgelder, sind in Athen die Gelder, die seit Perikles aus der Staatskasse an das Volk gezahlt wurden, damit dieses an den Festspielen theilnehmen u. ins Theater gehen konnte, vgl. Böckh's Staathh. I p. 196. 232; so oft bei Dem.; Plut. Pericl. 9; Luc. Tim. 49; Harpocr.

Greek (Liddell-Scott)

θεωρικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς θεωρίαν (σημασ. ΙΙ. καὶ ΙΙΙ.), πεπλώματ’ οὐ θεωρικά, οὐχὶ ἑορταστικὰ ἐνδύματα, Εὐρ. Ἱκέτ. 97˙ θ. σκηνή, ἡ σκηνὴ ἣν μετεχειρίζοντο οἱ θεωροί, Ἡνίοχ. ἐν Ἀδήλ. 1. 8˙ θ. ὁδός, = θεωρὶς Ι. 2, Πολυδ. Β΄, 55: - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἡσύχ. ΙΙ. θεωρικὰ (ἐνν. χρήματα), τά, χρήματα ἅπερ ἀπὸ τῶν χρόνων τοῦ Περικλέους ἐδίδοντο ἐκ τοῦ ταμείου εἰς τοὺς πτωχοὺς πολίτας, ὅπως πληρώνωσι τὰς θέσεις αὑτῶν ἐν τῷ θεάτρῳ (πρὸς 2 ὀβολοὺς ἑκάστην θέσιν), ἀλλ’ ὡσαύτως καὶ δι’ ἄλλους σκοπούς, Δημ. 31. 13, κτλ.˙ πρβλ. Böckh P. E. 1. 289 κἑξ., 227, κτλ.˙ ἐν τῷ ἑνικ., τὸ θεωρικόν, τὸ θεατρικὸν ταμεῖον, Δημ. 264. 11, Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. 62, 3., 67, 4 (ἔκδ. Blass), κλ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne les places au théâtre ; τὸ θεωρικόν, τὰ θεωρικά argent qu’on donnait aux pauvres, pour payer leur place au théâtre.
Étymologie: θεωρία.