στεφανωτικός

From LSJ
Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεφᾰνωτικός Medium diacritics: στεφανωτικός Low diacritics: στεφανωτικός Capitals: ΣΤΕΦΑΝΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: stephanōtikós Transliteration B: stephanōtikos Transliteration C: stefanotikos Beta Code: stefanwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,= στεφανωματικός, Thphr.HP1.13.3, al.    2 concerning a crown, λόγος Men.Rh. p.422S.    II στεφανωτικόν, τό, money for crowning a tomb, Judeich Altertümer von Hierapolis Nos.133, 195.    III -κά, τά, dub. sens. in POxy.1652 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 940] bekränzend; ἄνθη, Kranzblumen, Ath. III, 73 a; u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στεφᾰνωτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς στεφάνωσιν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 13, 3, κτλ. ΙΙ. στεφανωτικόν, τό, χρήματα διὰ διαθήκης ὁρισθέντα πρὸς στεφάνωσιν τάφου, Συλλ. Ἐπιγρ. 3912, -16.

Greek Monolingual

-ή, -ό / στεφανωτικός, -ή, -όν, ΝΑ στεφανωτής
το ουδ. ως ουσ. το στεφανωτικό(ν)
χρήματα που έχουν οριστεί με διαθήκη για το στεφάνωμα τάφου
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η στεφανωτική
η νόμιμη σύζυγος, η παντρεμένη με στεφάνι, στεφανωμένη
2. το ουδ. ως ουσ. το στεφανοχάρτι
αρχ.
1. στεφανωματικός
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στέφανο.