δρυκολάπτης
From LSJ
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
English (LSJ)
A v. δρυοκολάπτης.
German (Pape)
[Seite 668] ὁ, = δρυοκολάπτης, Ar. Av. 480. 979. S. Lob. Phryn. 679.
Greek (Liddell-Scott)
δρυκολάπτης: ἴδε ἐν λ. δρυοκολάπτης