εὐτέλεια
Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
English (LSJ)
Ion. εὐτελείη or εὐτελίη (v. infr. 11.2), ἡ,
A having little to pay, cheapness, πρὸς εὐτελείην τῶν σιτίων to procure cheapness of... Hdt.2.92; εἰς εὐτέλειαν cheaply, i.e. vilely, εἰς εὐ. χηνὶ συγγεγραμμένῳ Ar.Av.805; κρέα δὲ τίνος ἥδιστ' ἂν ἐσθίοις; Answ. εἰς εὐτέλειαν the cheapest, Antiph.20; μᾶζα πρὸς εὐτέλειαν ἐξωπλισμένη Id.226.2. 2 meanness, shabbiness, εὐσέβειαν καὶ οὐκ εὐ. ὑμῖν ἀνέγραψε Lys.30.21; εὐ. οἴκου καὶ ἀμορφία Luc.Dom.14. II thrift, economy, ἐπ' εὐτελείᾳ economically, Ar.Ra.406 (lyr.); φιλοκαλοῦμεν μετ' εὐτελείας without extravagance, Th.2.40; ἐς εὐ. ξυντετμῆσθαι to be cut down to an economical standard, Id.8.86; ἐς εὐ. σωφρονίσαι ib. 1: in pl., economies, ταῖς εὐτελείαις οἱ θεοὶ χαίρουσι Antiph.164.1. 2 Εὐτελίη personified, Εὐ., κλεινῆς ἔκγονε Σωφροσύνης Crates Theb. 12.
Greek (Liddell-Scott)
εὐτέλεια: ἡ, Ἰων. εὐτελίη (πρβλ. εὐμάρεια): εὐθηνία, πρὸς εὐτελίην σιτίων, πρὸς ἐπιτυχίαν εὐθηνίας τῶν τροφίμων, Ἡρόδ. 2. 92· εἰς εὐτέλειαν, εὐθηνά, δηλ. προστύχως, φαύλως, ἀντίθετον τῷ: εἰς κάλλος, εἰς εὐτ. χηνὶ συγγεγραμμένῳ, «εὐτελῶς γεγραμμένῳ χηνὶ» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ὄρν. 805· κρέας δὲ τίνος ἥδιστ’ ἂν ἐσθίοις; τίνος; Ἀπόκρ. εἰς εὐτέλειαν, τὸ εἰς εὐτελῆ τιμὴν πωλούμενον, Ἀντιφ. ἐν «Ἀκεστρίᾳ» 1· μᾶζα πρὸς εὐτέλειαν ἐξωπλισμένη ὁ αὐτ. ἐν Ἀδήλ. 1. 2) εὐτέλεια ὡς καὶ νῦν, εὐσέβειαν καὶ οὐκ εὐτ. ὑμῖν ἀνέγραψε Λυσ. 185. 13. ΙΙ. οἰκονομία, λιτότης, ἐπ’ εὐτελείᾳ, οἰκονομικῶς, Ἀριστοφ. Βάτρ. 405· φιλοκαλοῦμεν μετ’ εὐτελείας, μετὰ λιτότητος, ἄνευ πολυτελείας, Θουκ. 2. 40· εἰς εὐτ. συντέμνειν, περικόπτειν τι μέχρι σημείου οἰκονομίας, ὁ αὐτ. 8. 86· ἐς εὐτέλ. σωφρονίζειν αὐτόθι 1· εὐτελίη, κλεινῆς ἔκγονε σωφροσύνης Ἀνθ. Π. 10. 104· ἐν τῷ πληθ., ταῖς εὐτελείαις οἱ θεοὶ χαίρουσι, τὰ μικρὰ καὶ ὀλιγοδάπανα εἶναι ἀρεστὰ τοῖς θεοῖς, Ἀντιφάνης ἐν «Μύστιδι» 2. 2) Εὐτελία, προσωποπ. ὄνομα κύριον, Κράτ. Θηβ. 3. 3 Bgk.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. peu de valeur d’une chose, bas prix;
II. p. suite
1 nature vile ou vulgaire, vulgarité;
2 en b. part simplicité, frugalité, économie.
Étymologie: εὐτελής.