λυσιχίτων
From LSJ
Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold
English (LSJ)
[χῐ], ωνος, ὁ, ἡ,
A with loose tunic, Nonn.D.5.407.
Greek (Liddell-Scott)
λῡσῐχίτων: [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ φορῶν λυτὸν χιτῶνα, δηλ. ἄνευ ζώνης, Νόνν. Δ. 5. 407.
Greek Monolingual
λυσιχίτων, -ωνος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που φορεί λυτό χιτώνα, δηλ. χωρίς ζώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + -χίτων (< χιτών), πρβλ. φαιο-χίτων, χαλκο-χίτων].