ἀπόλοιπος
From LSJ
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
Full diacritics: ἀπόλοιπος | Medium diacritics: ἀπόλοιπος | Low diacritics: απόλοιπος | Capitals: ΑΠΟΛΟΙΠΟΣ |
Transliteration A: apóloipos | Transliteration B: apoloipos | Transliteration C: apoloipos | Beta Code: a)po/loipos |
ον,
A remaining over, left behind, LXX Ez.41.15, al.; ἀπόλοιπα, τά, unpaid arrears, = Lat. residua, IG5(1).1434 (Messene).
[Seite 313] übriggeblieben, VLL.
ἀπόλοιπος: -ον, ὑπόλοιπος, ἑβδ. (Ἰεζεκ. μα΄, 15, κ. ἀλλ.).
-η, -ο (AM ἀπόλοιπος, -ον)
υπόλοιπος.