μακιστήρ

From LSJ
Revision as of 20:02, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾱκιστήρ Medium diacritics: μακιστήρ Low diacritics: μακιστήρ Capitals: ΜΑΚΙΣΤΗΡ
Transliteration A: makistḗr Transliteration B: makistēr Transliteration C: makistir Beta Code: makisth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A long and tedious, μῦθος A.Pers.698 (troch.); μακιστῆρα καρδίας λόγον is corrupt in Id.Supp.466 (Sch. δηκτικόν, leg. μαστικτῆρα).

German (Pape)

[Seite 84] ῆρος, ὁ, Aesch. Suppl. 461, ἤκουσα μακιστῆρα καρδίας λόγον, nach der alten Erkl. = das Herz treffend, verwundend.

Greek (Liddell-Scott)

μᾱκιστήρ: ῆρος, ὁ, μακρός, σχοινοτενής, μή τι μακιστῆρα μῦθον, ἀλλὰ σύντομον λέγων εἰπὲ καὶ πέραινε πάντα Αἰσχύλ. Πέρσ. 698 (διάφορ. γραφ. μακεστήρ). - Ἐν Ἱκέτ. 466, ἀντὶ τοῦ μακιστῆρα καρδίας λόγον (ἑρμηνευομένου: εἰσχωροῦντα βαθέως εἰς τὴν καρδίαν, διαπερῶντα αὐτήν), ὁ Auratus προέτεινε μαστικτῆρα, ὁ δὲ Ἕρμανν. δακνιστῆρα (ἑπόμενος τῷ Σχολιαστῇ ἑρμηνεύοντι διὰ τοῦ καρδίας δηκτικόν).

French (Bailly abrégé)

ῆρος;
adj. m.
1 long et ennuyeux (discours);
2 qui perce, qui blesse, gén..
Étymologie: 1) μακρός - 2) leçon corrompue pour μαστικτήρ, cf. μαστίκτωρ, μαστίζω.