πυγή
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
English (LSJ)
ῆς, ἡ, heterocl. acc.
A πῦγα Arist.Phgn.810b1 (τὸ πυγή is a barbarism in Ar.Th.1187):—rump, buttocks, Archil.91, Ar.Eq.365, Sor.2.60, etc.; pl., Luc.Peregr.17; ποτὶ πυγὰν ἅλλεσθαι to kick up the heels so as to strike the buttock in dancing, dance the fling, a girls' exercise at Sparta, Ar.Lys.82, cf. Antyll. ap. Orib.6.31.2; πρὸς π. πηδῆσαι Hp. Nat.Puer.13 (cited as πρὸς πυγὰς πηδᾶν by Sor.1.60). 2 metaph. of fat, swelling land, Eust.310.2. II = οὐρά, EM513.14.
German (Pape)
[Seite 813] ἡ, 1) der Hintere; Ar. oft, ἐς κυνὸς πυγὴν ὁρᾶν, Eccl. 255; oft in der Anth., bes. Strat.; im plur., Rufin. 2 (V, 35), u. in Prosa, εἰς τὰς πυγὰς νάρθηκι παιόμενος, Luc. Peregr. 17; bei Ar. Th. 1187 sagt der Scythe τὸ πυγή; u. einen acc. sing. πῦγα hat Arist. physiogn. 6. – 2) übertr. der feisteste, fetteste Theil, z. B. ἀγροῦ, Paroem. App. 1, 3; Eust. 310, 2. – Ἅλλεσθαι πρὸς πυγήν, ein alter Tanz der lacedämonischen Jungfrauen, Ar. Lys. 82; vgl. Poll. 4, 102 u. Antyll. Oribas. p. 121, Matthaei.
Greek (Liddell-Scott)
πῡγή: ῆς, ἡ· (ἴδε πυγὼν ἐν τέλει)· - ὁ πρωκτός, οἱ γλουτοί, τὰ ὀπίσθια, Ἀρχίλ. 84, Ἀριστοφ. Ἱππ. 365, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., Λουκ. Περεγρ. 17· - τὸ πυγὴ Ἀριστοφ. Θεσμ. 1187 εἶναι βαρβαρισμός· ἀλλ’ ὑπάρχει ἑτερόκλ. ἑνικ. αἰτ. πῦγα ἐν Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 6· - πρὸς πυγὴν ἅλλομαι, ἀνεγείρω τοὺς πόδας πρὸς τὰ ὁπίσω ἢ λακτίζω τόσον ὑψηλά, ὥστε διὰ τῆς πτέρνης ἐγγίζω τοὺς γλουτούς, γύμνασμα τῶν κορασίων ἐν Σπάρτῃ, Ἀριστοφ. Λυσ. 82· πρβλ. πυδαρίζω· 2) μεταφορ., πυγὴ ἀγροῦ, ἐπὶ παχείας, λιπαρᾶς, εὐφόρου γῆς, ὡς τὸ οὖθαρ, Εὐστ. 310. 2. ΙΙ. = οὐρά, «σεισοπυγὶς... παρὰ τὸ σείειν τὴν πυγήν, ὅ ἐστι τὴν οὐρὰν» Ἐτυμ. Μέγ. 513. 14.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
fesse ; αἱ πυγαί le derrière.
Étymologie: DELG pas d’étym. assurée, terme vulg.