τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
Full diacritics: ἐπεισπέμπω | Medium diacritics: ἐπεισπέμπω | Low diacritics: επεισπέμπω | Capitals: ΕΠΕΙΣΠΕΜΠΩ |
Transliteration A: epeispémpō | Transliteration B: epeispempō | Transliteration C: epeispempo | Beta Code: e)peispe/mpw |
A send in or to, D.C. 67.17.
[Seite 912] noch dazu hineinschicken, D. Cass. 67, 17.
ἐπεισπέμπω: εἰσπέμπω μετ’ ἄλλον, Μάξιμον ἐξελεύθερον ἐπεσέπεμψε μετὰ τὸν Στέφανον Δίων Κ. 67. 17.
ἐπεισπέμπω (Α)
στέλνω επίσης μέσα.