ἐπιτηρέω

From LSJ
Revision as of 19:27, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τοξεύμασι → he who fell in the way of the bow-shots

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτηρέω Medium diacritics: ἐπιτηρέω Low diacritics: επιτηρέω Capitals: ΕΠΙΤΗΡΕΩ
Transliteration A: epitēréō Transliteration B: epitēreō Transliteration C: epitireo Beta Code: e)pithre/w

English (LSJ)

   A look out or watch for, νύκτα h.Cer.244 ; σιτία Ar.Ach. 197 ; Βορέαν ib.922 ; καιρόν Plu.Publ.17 ; ἐπετήρουν ἀπιόντας αὐτούς Th.5.37 ; τὴν θεράπαιναν Lys.1.8 ; ἐ. τὸ βλάβος watch to detect it, Ar. Ra.1151 ; ἐ. ὅταν.., ὁπόταν.., Id.Ec.633, Eq.1031 ; ὁπότε.. X.HG 2.2.16 ; τί παρ' ὑμῖν ἐψήφισται, τοῦτ' ἐπετήρουν D.19.288 : c. inf., ἰδεῖν τι Gal.15.661:—Med., Hld.5.20.    II keep an eye on, τινά App.BC4.39:—Pass., to be kept under surveillance, POxy.1413.10 (iii A.D.).    2 supervise, PAmh.2.77.8 (ii A.D.):—Pass., PFlor.1.16 (ii A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 992] abpassen, ablauern, abwarten; νύκτα H. h. Cer. 245; Βορέαν Ar. Ach. 922; τὴν θεράπαιναν Lys. 1, 8. 16; ἐπιτηρῶν ὁπότε ἔμελλον ὁμολογήσειν Xen. Hell. 2, 2, 16; Sp. καιρόν u. ä., Plut.; – daran, dabei beobachten, auf Etwas Acht haben, darauf merken, ἐπιτήρει τὸ βλάβος Ar. Ran. 1151; Eccl. 633; ἐπετήρουν τοὺς Ἀθηναίους, οἷ κατασχήσουσιν Thuc. 4, 42; ἀπιόντας 5, 37; ἐπιτηρήσας ἄλλοσε τὸν νοῦν ἔχοντα Plat. Theag. 129 c; πρότερον μὲν γὰρ ὅ τι παρ' ὑμῖν ἐψήφισται, τοῦτο ἐπετήρουν οἱ ἄλλοι πάντες Ἕλληνες, Dem. – Med., τὸν ἔκπλουν, Heliod. 5, 20.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτηρέω: παραμονεύω, καιροφυλακῶ, νύκτ’ ἐπιτηρήσασα θυώδεος ἐκ θαλάμοιο Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 245· βορὲαν ἐπιτηρήσας μέγαν αὐτόθι 922· ἐπετήρουν ἀπιόντας αὐτοὺς Θουκ. 5. 37, πρβλ. 4. 42· ἐπιτηρῶν τὴν θεράπαιναν τὴν εἰς τὴν ἀγορὰν βαδίζουσαν Λυσ. 1. 2, 4· σὺ δ’ ἐπιτήρει τὸ βλάβος, σὺ δὲ κύτταξε ν’ ἀνακαλύψῃς τὸ σφάλμα, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1151· κᾆτ' ἐπιτήρει, ὅταν ἤδη ’γὼ κτλ. ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 633· ὃς (ὁ κύων) κέρκῳ σαίνων σ’, ὁπόταν δειπνῇς ἐπιτηρῶν, ἐξέδεταί σου τοὔψον Ἱππ. 1031· ὁπότε... Ξενοφ. Ἑλλ. 2. 2, 16: Μέσ., Ἡλιόδ. 5. 20.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
observer attentivement, guetter, épier, acc..
Étymologie: ἐπί, τηρέω.