ὑπερίσχυρος
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
ον,
A exceedingly strong, ἔρυμα X.Cyr.5.2.2; of persons, Arist.Pol.1295b6.
German (Pape)
[Seite 1197] überstark, überaus stark und fest, ἔρυμα Xen. Cyr. 5, 2, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερίσχῡρος: -ον, ἰσχυρὸς εἰς ὑπερβολήν, ἕρυμα Ξεν. Κύρ. 5, 2, 2· ἐπὶ προσώπων, Ἀριστ. Πολιτ. 4. 11, 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
extrêmement fort ou solide.
Étymologie: ὑπέρ, ἰσχυρός.