ῥαφανίς
English (LSJ)
ῖδος, ἡ,
A radish, Raphanus sativus, Ar.Nu.981, Pl.544, Fr.253, Cratin.313, Eup.312, Thphr.HP1.2.7, Dsc.2.112, etc.: later ῥεφανίς, Philum.Ven.18.4, Gloss.; cf. ῥάφανος. II ῥ. ἀγρία charlock, Raphanus raphanistrum, Dsc.2.112, Plin.HN19.82. [-ῑς, ῖδος in all known passages, though Ath.2.56e says that ι is common.]
German (Pape)
[Seite 835] ῖδος, ἡ, der Rettig, vgl. ῥάφανος; Ar. Plut. 544; Ath. II, 56 d; Theophr. u. sonst in Prosa; ῥαφανῖδι τὴν πυγὴν βεβυσμένος, Luc. de Mort. Peregr. 9, geht auf die unter ῥαφανιδόω erwähnte Strafe. – [Ι ist in den erhaltenen Beispielen lang; Draco p. 23, 21. 45, 24. 80, 5 sagt bald, es sei gewöhnlich kurz, bei den Attikern lang, bald das Gegentheil.]
Greek (Liddell-Scott)
ῥᾰφᾰνίς: -ῖδος, ἡ, τὸ «ῥαπάνι», Λατ. raphanus, Ἀριστοφ. Νεφ. 981, Πλ. 544, Ἀποσπ. 249, Κωμικὸς παρ’ Ἀθην. 56Ε κἑξ.· πρβλ. ῥάφανος. (Ἴδε ῥάπυς). [-ῑς, -ῑδος ἐν ἅπασι τοῖς γνωστοῖς χωρίοις, ἂν καὶ ὁ Ἀθήν. ἐνθ’ ἀνωτ. καὶ ὁ Δράκων λέγουσιν ὅτι τὸ ι κατὰ τὸν χρόνον εἶναι κοινόν]. ― Ἴδε Χατζιδάκι Περὶ τῆς ποκίλης παραδόσεως ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΑ΄, σ. 391.
French (Bailly abrégé)
ῖδος (ἡ) :
rave ou salsifis légume.
Étymologie: cf. ῥάφανος.