ἐτήσιος

From LSJ
Revision as of 19:58, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐτήσιος Medium diacritics: ἐτήσιος Low diacritics: ετήσιος Capitals: ΕΤΗΣΙΟΣ
Transliteration A: etḗsios Transliteration B: etēsios Transliteration C: etisios Beta Code: e)th/sios

English (LSJ)

ον, and in Hp. η, ον: (ἔτος):—

   A lasting a year, πένθος οὐκ ἐ. E.Alc.336; προστασία f.l. in Th.2.80; ἐτησίους ἄρχειν to govern for a year, D.C.60.24.    2 annual, ὧραι Plu.2.993e; θυσίαι Th.5.11, etc., cf. SIG1024.24 (Myconus); φόρος IG7.2227 (Thisbe); ἐτήσιοι πρόσιτ' ἀεί Cratin.23; βορέαι ἐ., = ἐτησίαι, Arist.Pr.940a35; ἐ. πνεύματα Arr.Ind.21.1. Adv. -ίως Sch.Lyc. 107: neut. as Adv., τρυγόωσιν ἐτήσιον AP5.226 (Maced.).

German (Pape)

[Seite 1052] ον, 1) jährig, ein Jahr dauernd, πένθος Eur. Alc. 336; προστασία Thuc. 2, 80; Sp. bes. ἀρχαί – 2) jährlich, was alle Jahr wiederkehrt, βορέαι ἐτήσιοι Arist. probl. 26, 2; καρποί Plut. compar. Lyc. et Num. 1. Bei Sp., bes. D. Cass., auch 3 Endungen, z. B. πανήγυρις ἐτησία 44, 4. Das adv. ἐτησίως Schol. Lycophr. 107; eben so ἐτήσιον τρυγόωσιν, jährlich, Maced. 1 (V, 227).

Greek (Liddell-Scott)

ἐτήσιος: -ον, καὶ παρ’ Ἱππ. α, ον· (ἔτος): διαρκῶν ἐπὶ ἕν ἔτος, πένθος Εὐρ. Ἄλκ. 336· προστασία Θουκ. 2. 80· ἐτησίους σφᾶς ἄρχειν, ἄρχειν ἐπὶ ἕν ἔτος, Δίων Κ. 60. 24. 2) κατὰ πᾶν ἔτος, ὧραι Ἱππ. 1279. 48, Πλούτ. 2. 993 Ε· θυσίαι Θουκ. 5. 11, κτλ.· ἐτήσιοι πρόσιτ’ ἀεί Κρατῖνος ἐν «Δηλιάσιν» 6. ― Ἐπίρρ. -ίως, Σχόλ. εἰς Λυκόφρ. 107· οὕτως ἐν τῷ οὐδ. ἡμερίδας τρυγόωσιν ἐτήσιον Ἀνθ. Π. 5. 27.

French (Bailly abrégé)

ος ou α, ον :
annuel :
1 qui dure une année (deuil, présidence, etc.);
2 qui revient chaque année (saison, sacrifice, etc.).
Étymologie: ἔτος.