ἐτησίαι
English (LSJ)
οἱ, gen. ἐτησίων Hdn.Gr.1.425: (ἔτος):—with or without ἄνεμοι,
A periodic winds, esp. those blowing from north-west during the summer, Hdt.2.20, 6.140, cf. Hp.Aër.10, D.4.31, Arist.Mete.361b35; of the southerly monsoon in the Indian Ocean, Arr.An.6.21.1; Εὖροι ἐ. Posidon. ap. Str.3.2.5.
II sg., as nickname of Antipater, who reigned for forty-five days, King of the Dog-days, PCair.Zen.19.6 (iii B.C.), Porph.Fr.Hist.4.6.
German (Pape)
[Seite 1051] ίων, οἱ, sc. ἄνεμοι, was Her. 6, 140 dabei steht, die jährlich (ἔτος) zu einer gewissen Zeit wiederkehrenden Passatwinde, am gewöhnlichsten der in den Hundstagen auf dem ägäischen Meere wehende πνεῦμα Βορέου ἐν θέρει πνέον; Her. 2, 20; Dem. u. A.; vgl. Arist. mund. 4. Genit. plur. ἐτησίων, welche Betonung die Gramm. ausdrücklich vorschreiben. Eust. Iliad. 21, 346 hat einen nom. sing. ἐτησίας.
French (Bailly abrégé)
ίων (οἱ) :
s.e. ἄνεμοι;
vents périodiques ; particul.
1 vents qui soufflent du nord-ouest, en Égypte, pendant l'été;
2 vents étésiens, qui soufflent du nord ou du nord-ouest, sur la mer Égée pendant quarante jours, durant la canicule.
Étymologie: cf. ἐτήσιος.
Russian (Dvoretsky)
ἐτησίαι: ίων, ион. ιέων οἱ (sc. ἄνεμοι) этесии, летние «годичные» ветры
1 в Египте, северо-восточные - с Геллеспонта Her.;
2 в Эгейском море, северные и северозападные - с Адриатического моря Her., Dem. etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐτησίαι: οἱ, (ἔτος) μετὰ τοῦ ἀνέμου ἤ ἄνευ αὐτοῦ, περιοδικοί ἄνεμοι, τὰ Τουρκιστὶ «μελτέμια» λεγόμενα· παρ’ Ἡροδ. ἰδίως ἐπὶ τῶν Αἰγυπτιακῶν «μονσοῦν», οἵτινες πνέουσιν ἐκ τῶν βορειοδυτικῶν καθ’ ὅλον τὸ θέρος, 2. 20, κτλ.· οὕτως ἐπὶ βορείων ἀνέμων ἐν Ἑλλάδι (βορειοδυτικῶν κατὰ τὸν Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 13), οἵτινες πνέουσιν ἐν τῷ Αἰγαίῳ ἐπὶ 40 ἡμέρας ἀπό τῆς ἐπιτολῆς τοῦ Σειρίου, Ἡρόδ. 6. 140., 7. 168, πρβλ. Ἱππ. π. Ἀέρ. 287, Δημ. 48. 28., 93. 13· ἐντεῦθεν διακρινόμενοι ὡς βορέαι ἐτησίαι ὑπὸ τοῦ Ἀριστ. ἐν. Προβλ. 26. 2, πρβλ. Μετεωρ. 2. 5, 24, Πλιν. Η. Ν. 77. § 1· ἐπὶ τοῦ ἀνέμου εὔρου, ὅτι οἱ εὖροι κατ’ ἐκεῖνο τὸ πέλαγος… πνέοιεν ἐτησίαι Στράβ. 144: ― ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ νοτίου «μονσοῦν» τοῦ ἐν τῶ Ἰνδικῷ Ὠκεανῷ, Ἀρρ. Ἀν. 6. 31, Ἰνδ. 21.
Greek Monotonic
ἐτησίαι: οἱ (ἔτος), με ή χωρίς το ἄνεμοι, περιοδικοί άνεμοι, μελτέμια· λέγεται για τους Αιγυπτιακούς μουσώνες, οι οποίοι φυσούσαν, έπνεαν από τα βορειοδυτικά κατά την διάρκεια του καλοκαιριού, σε Ηρόδ.· λέγεται για βορείους ανέμους, που έπνεαν, φυσούσαν στο Αιγαίο για σαράντα μέρες από την επιτολή του αστέρα Σειρίου, στον ίδ., Δημ.
Middle Liddell
ἔτος
with or without ἄνεμοι, periodic winds: of the Egyptian monsoons, which blow from the North-west during the summer, Hdt.; of northerly winds, which blow in the Aegean for 40 days from the rising of the dog-star, Hdt., Dem.