οὔλω
English (LSJ)
(οὖλος A)
A to be whole or sound (τὸ γὰρ οὔλειν ὑγιαίνειν Str.14.1.6), used by Hom. in imper. οὖλε, as a salutation, health to thee, οὖλέ τε καὶ μάλα χαῖρε health and joy be with thee, Od.24.402, cf.h.Ap.466:— a form οὐλέω is cited by Hsch. (οὐλείοιεν· ἐν ὑγείᾳ φυλάσσοιεν) and Greg. Cor.p.491S.
German (Pape)
[Seite 414] ganz, heil sein, gesund sein, kommt nur im imperat. οὖλέ τε καὶ μέγα χαῖρε vor, Od. 24, 402, H. h. Apoll. 466, sei heil, wohl, Glück zu! vgl. Buttmann Lexil. I, 190. Nach Hesych. auch οὐλέω.
Greek (Liddell-Scott)
οὔλω: (οὖλος Α) εἶμαι ὁλόκληρος, ἀκέραιος, ἢ ὑγιὴς (τὸ γὰρ οὔλειν ὑγιαίνειν Στράβ. 635), ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. κατὰ προστ. οὖλε, χαῖρε, Λατ. salve, ὡς χαιρετισμός, ὑγίαινε, «γειά σου», οὖλέ τε καὶ μέγα χαῖρε, ὑγίαινε καὶ εὐτύχει, Ὀδ. Ω. 402, Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 466. - Τύπος τις οὐλέω μνημονεύεται παρ’ Ἡσυχ. καὶ Γρηγ. Κορ.
French (Bailly abrégé)
seul. impér. οὖλε;
salut ! portez-vous bien ! adieu !.
Étymologie: DELG ὅλος.