προαναλέγω

From LSJ
Revision as of 12:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προαναλέγω Medium diacritics: προαναλέγω Low diacritics: προαναλέγω Capitals: ΠΡΟΑΝΑΛΕΓΩ
Transliteration A: proanalégō Transliteration B: proanalegō Transliteration C: proanalego Beta Code: proanale/gw

English (LSJ)

   A mention before, Mitteis Chr.31v25, 1x1 (ii B.C., Pass.).    II collect, gather before, Sammelb.4425 iii 10 (ii A.D.):—also in Med., Gp.10.22.1.

German (Pape)

[Seite 707] vorher aufzählen, Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

προαναλέγω: ἀναφέρω, μνημονεύω, πρότερον, Papyr. Gr. Peyron 1. 34. II Μέσ., συλλέγω πρότερον, προαναλεξάμενος πᾶν λιθῶδες ἐκ τῶν βόθρων Γεωπ. 10. 22, 1.

Greek Monolingual

ΜΑ
(ενεργ
και μέσ.) συλλέγω προηγουμένως («προαναλεξάμενος πᾱν λιθῶδες ἐκ τῶν βόθρων», Γεωπ.)
αρχ.
αναφέρω προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀναλέγω «συλλέγω, συγκεντρώνω». Η λ. με τη σημ. «αναφέρω προηγουμένως» < προ- + ἀνά + λέγω «μιλώ»].