μελίθροος

From LSJ
Revision as of 07:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελῐθροος Medium diacritics: μελίθροος Low diacritics: μελίθροος Capitals: ΜΕΛΙΘΡΟΟΣ
Transliteration A: melíthroos Transliteration B: melithroos Transliteration C: melithroos Beta Code: meli/qroos

English (LSJ)

ον, contr. μελίθρους, ουν,

   A sweet-voiced, κύκνος ib.5.124 (Bass.).

German (Pape)

[Seite 123] zsgzgn -θρους, ουν, süßtönend, κύκνος, Bass. 1 (V, 125).

Greek (Liddell-Scott)

μελίθροος: -ον, συνῃρ. -θρους, ὁ ἡδέως ἠχῶν, Ἀνθ. Π. 5. 125.

Greek Monolingual

μελίθροος, -ον και μελίθρους, -ουν (Α)
αυτός που μιλάει γλυκά, ο γλυκύφωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + θρόος (< θρέομαι «κράζω, ξεφωνίζω»), πρβλ. ηδύ-θροος, οιωνό-θροος].