συγκατατρέχω
From LSJ
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
English (LSJ)
A to be in motion together with, ἀλλήλοις Leucipp. ap. D.L.9.31.
German (Pape)
[Seite 966] (s. τρέχω), zusammenlaufen, Leucipp. bei D. L. 9, 31.
Greek (Liddell-Scott)
συγκατατρέχω: τρέχω ὁμοῦ πρὸς τὸ αὐτὸ μέρος, συμπίπτω, συνενοῦμαι, ἄλληλα Λεύκιππος παρὰ Διογ. Λ. 9. 31.
Greek Monolingual
Α
τρέχω από κοινού προς το ίδιο μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατατρέχω «τρέχω προς τα κάτω»].