συγκατατρέχω

From LSJ
Revision as of 12:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατατρέχω Medium diacritics: συγκατατρέχω Low diacritics: συγκατατρέχω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΤΡΕΧΩ
Transliteration A: synkatatréchō Transliteration B: synkatatrechō Transliteration C: sygkatatrecho Beta Code: sugkatatre/xw

English (LSJ)

   A to be in motion together with, ἀλλήλοις Leucipp. ap. D.L.9.31.

German (Pape)

[Seite 966] (s. τρέχω), zusammenlaufen, Leucipp. bei D. L. 9, 31.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατατρέχω: τρέχω ὁμοῦ πρὸς τὸ αὐτὸ μέρος, συμπίπτω, συνενοῦμαι, ἄλληλα Λεύκιππος παρὰ Διογ. Λ. 9. 31.

Greek Monolingual

Α
τρέχω από κοινού προς το ίδιο μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατατρέχω «τρέχω προς τα κάτω»].