πεπονημένως
From LSJ
Ὅσον ζῇς, φαίνου, μηδὲν ὅλως σὺ λυποῦ· πρὸς ὀλίγον ἐστὶ τὸ ζῆν, τὸ τέλος ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ. → While you live, shine; have no grief at all; life exists only for a short while, and time demands its toll.
English (LSJ)
Adv. pf. part. Pass.,
A elaborately, Ael.NA in epilogo. 2 with toil, μόλις καὶ π. Agath.4.17.
German (Pape)
[Seite 560] mühsam ausgearbeitet, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πεπονημένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., μετὰ κόπου καὶ μεγάλης προσοχῆς, Αἰλ. π. Ζ. ἐν ἐπιλόγῳ.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec peine.
Étymologie: πεπονημένος, part. pf. Pass. de πονέω.