συγκατοικέω

From LSJ
Revision as of 19:46, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

ὅθεν λοιπὸν ἐπιτευκτικῶς καὶ ἐν τούτῳ ὁ µακάριος πράξας, ἔµεινεν ἀγαλλόµενος τῷ πνεύµατι· καὶ δοξάζων τὸν θεὸν ἐπὶ τῇ µεγαλειότητι αὐτοῦ, ἐν τῷ τόπῳ ἐκείνῳ ἀπελάσας καὶ τὰ ἀκάθαρτα πνεύµατα τὰ ἐκεῖσε ἐπὶ λύµῃ τῆς τῶν ἀνθρώπων σωτηρἰας → Thus, then, the blessed one achieved his aim here, too, and continuing to rejoice in the Spirit, and glorifying God for his greatness, he expelled from this place the impure spirits that lurked there so as to obstruct the salvation of human beings

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκατοικέω Medium diacritics: συγκατοικέω Low diacritics: συγκατοικέω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΟΙΚΕΩ
Transliteration A: synkatoikéō Transliteration B: synkatoikeō Transliteration C: sygkatoikeo Beta Code: sugkatoike/w

English (LSJ)

   A dwell with one, τινι Plu.Per.20: metaph., γέρων γέροντι συγκατῴκηεν πίνος S.OC1259.

German (Pape)

[Seite 966] mit bewohnen, τῆς (ἐσθῆτος) ὁ δυσφιλὴς γέρων γέροντι συγκατῴκηκεν πίνος, Soph. O. C. 1261.

Greek (Liddell-Scott)

συγκατοικέω: κατοικῶ ὁμοῦ μετά τινος, τινι Πλουτ. Περικλ. 20· μεταφ., γέρων γέροντι συγκατῴκηκεν πίνος Σοφ. Ο. Κ. 1259.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
habiter avec, τινι.
Étymologie: σύν, κατοικέω.