ἄνθρυσκον
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
τό,
A chervil, Scandix australis, Sapph.Supp.25.13, Cratin.98.6, Pherecr.109 (ἔνθ-), Thphr.HP7.7.1 (ἔνθ-):—in Hsch. ἀνθρίσκιον, τό; in Poll.6.106 ἀνθρίσκος, ὁ.
German (Pape)
[Seite 234] τό, ein Doldengewächs, Ath. XV, 685 c aus Pherecr. u. Cratin., v. l. ἀνθρίσκιον, wie auch Theophr. geschrieben.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνθρυσκον: τό, φυτὸν φέρον ἄνθος σκιαδωτόν, anthriscus, Κρατῖνος ἐν «Μαλθακοῖς» 11· γράφεται δὲ ἔνθρυσκον ἐν Φερεκρ. «Μεταλλεῦσιν» 2· πρβλ. Schneid, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 7. 7.: - ὁ Σουΐδ. γράφει τὴν λέξιν δι’ οι καὶ ἑρμηνεύει: «ἄνθροισκα, ἄγρια λάχανα παραπλήσια ἀνήθοις, οἷα καὶ τὰ μάραθρα».
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Alolema(s): tb. ἀνθρύσκος Hsch.α 4957; ἀνθρίσκιον Hsch.; ἀνθρίσκος Poll.6.106; ἔνθρυσκον Thphr.HP 7.7.1
bot. quijones, peine de niño, Scandix australis L., Sapph.96.14, Cratin.98.6, Pherecr.109, Thphr.l.c., Poll.l.c.
• Etimología: Prob. derivado de la raíz de ἄνθος.