ὠδινολύτης
From LSJ
τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)
English (LSJ)
[ῠ], ου, ὁ,
A setting free from pain, name of a kind of shell-fish, Plin.HN32.6.
Greek (Liddell-Scott)
ὠδῑνολύτης: [ῠ], -ου, ὁ, ὁ λύων τὰς ὠδῖνας, ἐπίθετον ἰχθύος ὃς ἐκαλεῖτο ἐχενηΐς, Λατιν. remora, Πλίν. 32. 1.
Greek Monolingual
ὁ, Α
(ως ονομασία ψαριού) αυτός που απαλλάσσει από τους πόνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠδίς, -ῖνος + -λύτης (< λύω), πρβλ. χρησμο-λύτης].