ἐπερωτάω
ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγω → however, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess
English (LSJ)
Ion. ἐπειρ-,
A consult, inquire of, c. acc. pers., τὸ χρηστήριον, τὸν θεόν, εἰ . . Hdt.1.53, Th.1.118, etc.; τινὰ περί τινος Hdt. 1.32, cf. Orac. ap. D.43.66; later, ἐν τῷ θεῷ LXXJd.18.5:—Pass., to be questioned, asked a question, Th.5.45, Pl.Sph.250a. 2 c. acc. rei, ask a question, ταῦτα, τάδε, Hdt.1.30,55, cf. Antipho 1.10; also, ask about a thing, [τὰς ναῦς] καὶ τὸν πεζόν Hdt.7.100; σμικρόν τι τῶν ῥηθέντων call it in question, Pl.Prt.329a; ἐ. θυσίαις καὶ οἰωνοῖς ὅ τι χρὴ ποιεῖν inquire what... X.Oec.5.19; ἐ. ἐς .. inquire about, LXX 2 Ki.11.7:—Pass., τὸ ἐπερωτηθέν the question asked, v.l. in Pl.Tht.146e. 3 c. acc. pers. et rei, ἐ. τοὺς προφήτας τὸ αἴτιον Hdt.9.93 codd.; ἐπηρώτα ὑμᾶς τὸ ἐκ τοῦ νόμου κήρυγμα Aeschin.1.79. 4 abs., put a question, esp. of a chairman putting a question to the vote, D.22.9, SIG898.17 (Chalcis, iii A.D.), al. 5 in Roman Law, put a formal question in stipulatio, most freq. in Pass., POxy.905.19 (ii A.D.), etc.: also in Act., ib.1273.41 (iii A.D.). b hence later, guarantee, PIand.48.9 (vi A.D.). 6 ask a further question, SIG953.49 (Calymna, ii B.C.), al.
German (Pape)
[Seite 917] ion. ἐπειρωτάω u. -τέω, (noch dazu) befragen; τινὰ περί τινος, Her. 1, 32; τὰ χρηστήρια 1, 53 u. öfter; so bes. vom Befragen der Götter, Orakel, τὸν θεόν Thuc. 1. 118 u. A.; θυσίαις καὶ οἰωνοῖς ὅτι χρὴ ποιεῖν Xen. Oec. 5, 19; – ἐάν τις καὶ σμικρὸν ἐπερωτήσῃ τι τῶν ῥηθέντων Plat. Prot. 329 a; Soph. 250 a δικαίως ἂν ἐπερωτηθεῖμεν ἅπερ αὐτοὶ ἠρωτῶμεν. – Dabei fragen, Arist. Eth. Nic. 10, 2. – Als Frage zur Ueberlegung od. Entscheidung vorlegen, ὁ κήρυξ ἐπ ηρώτα ὑμᾶς τὸ ἐκ τοῦ νόμου κήρυγμα Aesch. 1, 22; vgl. Dem. 22, 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπερωτάω: Ἰων. ἐπειρ.:- συμβουλεύομαι, ἐρωτῶ, μετ’ αἰτ. προσ., τὸ χρηστήριον, τὸν θεὸν Ἡρόδ. 1. 53, Θουκ. 1. 118, κλ.· τινα περί τινος Ἡρόδ. 1. 32, πρβλ. Δημ. 1072. 12:- Παθ., ἐρωτῶμαι, Θουκ. 5. 45, Πλάτ. Σοφ. 250Α. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., ἐρωτῶ τι, ταῦτα ἐπειρώτα Ἡρόδ. 1. 30, 55 κ. ἀλλ., Ἀντιφῶν 112. 30, Πλάτ. Πρωτ. 329Α, κτλ.·- ἀλλ’ ὡσαύτως, ἐρωτῶ περί τινος, Ἡρόδ. 7. 100· ἐπ. ὅ τι χρὴ ποιεῖν Ξεν. Οἰκ. 5. 19:- Παθ., τὸ ἐπερωτηθέν, ἡ γενομένη ἐρώτησις, ἢ τὸ περὶ οὗ ἐγένετο ἐρώτησις, τὸ δ’ ἐπερωτηθέν, ὦ Θεαίτητε, οὐ τοῦτο ἦν Πλάτ. Θεαίτ. 146Ε. 3) μετ’ αἰτ. προσ. καὶ πράγμ., ἐπ. τοὺς προφήτας τὸ αἴτιον Ἡρόδ. 9. 33, πρβλ. Αἰσχίν. 11. 33. 4) ἀπολ., θέτω, προβάλλω ἐρώτησιν, Δημ. 596. 7.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 aller interroger un oracle, acc.;
2 interroger en gén. ; τινα περί τινος qqn sur qch, τινά τι demander qch à qqn.
Étymologie: ἐπί, ἐρωτάω.