δυσαποδίδακτος
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A hard to unlearn, J.AJ16.2.4.
German (Pape)
[Seite 676] schwerzu verlernen, Ios.
Greek (Liddell-Scott)
δυσαποδίδακτος: -ον, ὃν εἶναι δύσκολον νὰ ἀπομάθῃ τις, νὰ λησμονήσῃ, Ἰώσηπ. Α. Ι. 16. 2, 4.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de olvidar, inolvidable τὸ τοῦ χρόνου τιμητόν Nic.Dam.142.