ἔμβραχυ

From LSJ
Revision as of 19:55, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Γάμει δὲ μὴ τὴν προῖκα, τὴν γυναῖκα δέ → Uxorem cape, non dotem, in matrimonium → Nimm bei der Heirat nicht die Mitgift, nimm die Frau

Menander, Monostichoi, 98
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔμβρᾰχυ Medium diacritics: ἔμβραχυ Low diacritics: έμβραχυ Capitals: ΕΜΒΡΑΧΥ
Transliteration A: émbrachy Transliteration B: embrachy Transliteration C: emvrachy Beta Code: e)/mbraxu

English (LSJ)

Adv.

   A in brief, in fine, in Att. with relat. such as ὅστις, ὅπου, etc.; in sense, at all, soever, παρέχειν ὅ τι τις εὔξαιτ' ἔ. Cratin. 254, cf. Ar.V.1120, Th.390, Hyp.Fr.41, prob. in Lys.13.92, Is.9.11; ἐρώτα ἔ. ὅτι βούλει Pl.Hp.Mi.365d, al.; later without relat., in a word, D.Chr.36.31.    II slightly, somewhat, ὑψηλότερον ἔ. Gal.18(2).410.

German (Pape)

[Seite 806] in Kurzem, um es kurz zu sagen, überhaupt; Ar. Vesp. 1120; ἔμβραχυ περὶ ὅτου ἂν βούληται, de quacunque re, Plat. Gorg. 457 a; ὅτου ἂν δέῃ ἔμβραχυ Theag. 127 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἔμβρᾰχυ: ἐπίρρ., ἐν συντόμω, ἐν ὀλίγοις, διὰ βραχέων, γενικῶς, κατὰ πολὺ ὅμοιον τῷ ὡς ἔπος εἰπεῖν, ἀλλ’ ὁ Hend. (ἐν Πλάτωνος Γοργίᾳ 457Α) παρατηρεῖ ὅτι μετὰ τὸ ὡς ἔπος εἰπεῖν ἀκολουθεῖ τὸ πάντες ἢ οὐδείς, ἐνῷ τὸ ἔμβραχυ εἶναι ἐν χρήσει μετ’ ἀναφορικῶν, π.χ. ὅστις, ὅπου, κτλ.˙ ἔδει παρέχειν ὅτι τις εὔξαιτ’ ἔμβραχυ Κρατῖνος ἐν «Ὥραις 11, πρβλ Ἀριστοφ. Σφ. 1120, Θεσμ. 390, Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττ. 365D, κ. ἀλλ.˙ ἴδε Κοβήτου V.LL. σ. 208.

French (Bailly abrégé)

adv.
en un mot, brièvement ; un peu.
Étymologie: ἐν, βραχύ.