ἀειζώων
From LSJ
English (LSJ)
ουσα, ον,
A everliving, κεραυνός Cleanth.Stoic.1.122; ἱερά Call.Del.314.
German (Pape)
[Seite 39] οντος, immer lebend, Callim. Del. 314 u. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
ἀειζώων: -ουσα, -ον, = αἰωνίως ζῶν, ἀειζώοντα ... ἱερά, Καλλ. Δῆλ. 314· γενετῆρος ἀειζώοντος, Νόνν. μετ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. α΄, 34· ἀειζώουσαν φύτλην, Ἀνθ. Π. 1. 10. 35.