ἀειζώων
κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος → grave, everlasting dwelling, everlasting dwelling place
English (LSJ)
-ουσα, ον, everliving, κεραυνός Cleanth.Stoic.1.122; ἱερά Call.Del.314.
Spanish (DGE)
-ουσα, -ον
• Alolema(s): αἰειζώων Cleanth.Fr.Poet.1.10
inmortal κεραυνός Cleanth.l.c., ἱερά Call.Del.314, en lit. crist., de Dios y Cristo, Nonn.Par.Eu.Io.1.12, 19.38, de sus palabras, Paul.Sil.Soph.777.
German (Pape)
[Seite 39] οντος, immer lebend, Callim. Del. 314 u. sp. D.
French (Bailly abrégé)
ουσα, ον :
c. ἀείζωος.
Étymologie: ἀεί, ζώω.
Russian (Dvoretsky)
ἀειζώων: ζώουσα, ζῶον Anth. = ἀείζωος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀειζώων: -ουσα, -ον, = αἰωνίως ζῶν, ἀειζώοντα ... ἱερά, Καλλ. Δῆλ. 314· γενετῆρος ἀειζώοντος, Νόνν. μετ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. α΄, 34· ἀειζώουσαν φύτλην, Ἀνθ. Π. 1. 10. 35.
Greek Monotonic
ἀειζώων: -ουσα, -ον (ζάω), αυτός που ζει αιώνια· φύτλη, σε Ανθ.
Middle Liddell
Léxico de magia
-ον contr. -ῶν part. que vive eternamente ἄκουε, ἄκουε, ..., αὐτογενέτωρ. ἀειζῶν θεέ escucha, escucha, autoengendrado, dios que vives eternamente P IV 1562