δυσνόητος
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ον,
A hard to be understood, Dariusap. D.L. 9.13, 2 Ep.Pet.3.16; χρησμοί Luc.Alex.54. II Act., slow of understanding, Vett.Val.345.26.
German (Pape)
[Seite 684] schwer einzusehen zu begreifen; χρησμός Luc. Alex. 54; D. L. 9, 13; N. T.
Greek (Liddell-Scott)
δυσνόητος: -ον, δυσκολονόητος, λόγος Δαρεῖος παρὰ Διογ. Λ. 9. 13. 2) ἀδιανόητος, ἀκατανόητος, ἄτοπος, Ἀριστ. Φυτ. 1. 1, 11.
Spanish (DGE)
-ον
I 1difícil de entender λόγος D.L.9.13, cf. 2Ep.Petr.3.16, χρησμοί Luc.Alex.54, τὰ ... πάντα μεγάλα καὶ ἔνδοξά ἐστι καὶ δυσνόητα τοῖς ἀνθρώποις Herm.Sim.9.14.4.
2 de pers. lento de comprensión, torpe εἰς τὸ ἀναγιγνώσκειν Vett.Val.331.33.
II adv. -ως con dificultad, torpemente πάνυ δ. φέρῃ περὶ τὰς Γραφάς Adam.Dial.44.