ἱππόδεσμα
From LSJ
μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
English (LSJ)
ων, τά,
A horse-bands, reins, E.Hipp.1225: Adj. δακτύλιοι ἱππόδεσμοι,
A snaffle-rings, IG22.1542.25.
German (Pape)
[Seite 1259] τά, Pferdebänder, Zügel, Eur. Hipp. 1275.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππόδεσμα: -ων, τά, δεσμοὶ ἵππων, ἡνίαι, μόνον ἐν Εὐριπ. Ἱππ. 1225.