πλῆκτρον

From LSJ
Revision as of 20:07, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλῆκτρον Medium diacritics: πλῆκτρον Low diacritics: πλήκτρον Capitals: ΠΛΗΚΤΡΟΝ
Transliteration A: plē̂ktron Transliteration B: plēktron Transliteration C: pliktron Beta Code: plh=ktron

English (LSJ)

Dor. πλᾶκτρον, τό,

   A anything to strike with:    1 instrument for striking the lyre, plectrum, χρυσέου ὑπὸ π. h.Ap.185, cf. h.Merc.53, Pi.N.5.24, E.HF351 (lyr.); κεράτινα π. Pl. Lg.795a; π . . . ξύλινον IG22.1388.80; κρούειν τῷ π. Pl.Ly.209b; π. ἐς λύρην ῥάψαι Herod.6.51; πλήκτρῳ . . πληγῶν γιγνομένων Pl.R.531 b.    2 spear-point, δορὸς διχόστομον π. S.Fr.152 (lyr.); διόβολον π., of lightning, E.Alc.129 (lyr.); a bee's sting, Jul.Or.2.90a.    3 cock's spur, Ar.Av.759, 1365, Arist.HA504b7, PA694a13; also, spur of crayfish, ὥσπερ π. Id.HA526a5; an analogous bone of the ankle, ib.516b2; part of the thigh-joint, Poll.2.185, Hsch.    4 = πηδάλιον, Hdt.1.194, S.Fr.143.    5 goad, E.Rh.766.    6 = γλῶσσα, Poll. 2.104.

German (Pape)

[Seite 633] τό, Alles, womit man schlägt; insbes. das Instrument, mit welchem der Citherspieler die Saiten schlägt, von Gold oder Elfenbein; H. h. Apoll. 185; Pind. N, 5, 24; κιθάραν ἐλαύνων πλήκτρῳ χρυσέῳ, Eur. Herc. F. 351; Anacr. 59, 5; κρούειν τῷ πλήκτρῳ, Plat. Lys. 209 b, u. öfter. – Bei Soph. frg. 164 auch die Lanzenspitze, u. übh. jedes Werkzeug zum Schlagen, Verwunden, διόβολον, der Blitz, Eur. Alc. 127; auch die Peitsche. – Eine Ruderstange, Her. 1, 194. – Bei Arist. H. A. 2, 12 der Hahnensporn; vgl. Ar. Av. 759. 1365.

Greek (Liddell-Scott)

πλῆκτρον: Δωρ. πλᾶκτρον, τό, (πλήσσω) τὸ δι’ οὗ πλήττει τίς τι· 1) ὄργανον δι’ οὗ ἔκρουον τὰς χορδὰς τῆς λύρας, ἐκ χρυσοῦ ἢ ἐλέφαντος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 185, Πινδ. Ν. 5. 43, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 351· πλ. κεράτινα Πλάτ. Νόμ. 795Α· π. ξύλινον Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 29· κρούειν τῷ πλ. Πλάτ. Λῦσ. 209Β· πλήκτρῳ… πληγῶν γιγνομένων ὁ αὐτ. ἐν 531Α. 2) αἰχμὴ δόρατος, Σοφ. Ἀποσπ. 164· π. διόβολον, ἐπὶ ἀστραπῆς ἢ κεραυνοῦ, Εὐρ. Ἄλκ. 125· ἐπὶ τοῦ κέντρου μελίσσης, Ἰουλιαν. 90Α. 3) τοῦ ἀλεκτρυόνος τὸ πρὸς πλῆξιν χρήσιμον ἐπὶ τοῦ ποδὸς κέντρον, Λατ. calcar, Ἀριστοφ. Ὄρν. 759, 1365, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 12, 11, π. Ζ. Μορ. 4. 12, 20, κ. ἀλλ.· ― ὡσαύτως ἀνάλογόν τι ὀστοῦν ἐπὶ τῶν σφυρῶν, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 7. 4) κώπη, Ἡρόδ. 1. 194, Σοφ. Ἀποσπ. 151.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
objet pour frapper :
1 plectre, sorte d’archet d’instrument à cordes;
2 éperon de coq, ergot;
3 trait de foudre;
4 sorte de rame, pagaie.
Étymologie: πλήσσω.