ἐποικοδομέω
Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht
English (LSJ)
A build up, -ήσαντας αὐτὸ (sc. τὸ τεῖχος) ὑψηλότερον Th.7.4, cf. X.HG6.5.12, D.55.25 : metaph., pile up, use a climax, Arist.Rh.1365a16, Rh.Al.1426b3. 2 build upon, ἐπὶ κρηπῖδι X. An.3.4.11 ; ἐπὶ κρηπῖδος Pl.Lg.736e ; ἐπὶ τοὺς τοίχους OGI483.117 (Pergam., ii B.C.) : metaph., Pl.Lg.793c (Pass.) ; φύσει μαθήματα Ph.1.610 ; τινὶ εὐτονίαν, ἀσφάλειαν, Arr.Epict.2.15.8 (Pass.) ; ἐπὶ θεμέλιον or θεμελίῳ, 1 Ep.Cor.3.12, Ep.Eph.2.20 ; θεμελίοις Sor.1.47 (Pass.) ; τοῖς ἀληθέσιν ἐψευσμένα Paus.8.2.6, cf. Dam.Pr.87 (Pass.). b edify, ἑαυτοὺς τῇ πίστει Ep.Jud.20:—Pass., -ούμενοι ἐν Χριστῷ Ep.Col.2.7. II = ἐπιτειχίζω, Plb.2.46.5:—Med., στρατόπεδα πέντε -ησάμενος Arr.An.2.1.2.
German (Pape)
[Seite 1006] darauf, darüber bauen, τὸ τεῖχος ὑψηλότερον Thuc. 7, 4; ἐπὶ ταύτης οἱον κρηπῖδος μονίμου Plat. Legg. V, 736 e; ἐπὶ δὲ ταύτῃ τῇ κρηπῖδι ἐπῳκοδόμητο πλίνθινον τεῖχος Xen. An. 3, 4, 11; übertr., von der Rede, neben συντιθέναι, Arist. rhet. 1, 7; – nachbauen, ausbessern, wieder herstellen, Xen. Hell. 6, 5, 11; Dem. 55, 25; – gegen Einen erbauen, anlegen, φρούριον Pol. 2, 46, 5. 54, 3.