παρεκδέχομαι
From LSJ
Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.
English (LSJ)
A take in a wrong sense, misconstrue, M.Ant.5.6, Anon.in Tht.19.46.
German (Pape)
[Seite 513] (s. δέχομαι), anders oder falsch aufnehmen und auslegen, mißdeuten, M. Ant. 5, 6 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρεκδέχομαι: ἐκλαμβάνω ἐσφαλμένως, νοῶ κακῶς, «παρανοῶ», Μ. Ἀντωνῖν. 5. 6, Εὐσ.
French (Bailly abrégé)
interpréter mal ou d’une autre manière.
Étymologie: παρά, ἐκδέχομαι.