θεμιτεύω
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
Full diacritics: θεμῐτεύω | Medium diacritics: θεμιτεύω | Low diacritics: θεμιτεύω | Capitals: ΘΕΜΙΤΕΥΩ |
Transliteration A: themiteúō | Transliteration B: themiteuō | Transliteration C: themiteyo | Beta Code: qemiteu/w |
= θεμιστεύω, ὄργια θεμιτεύων
A keeping lawful orgies, E. Ba.79 (lyr., metri gr.).
[Seite 1194] s. θεμιστεύω.
θεμῐτεύω: θεμιστεύω, ὄργια θεμιτεύων, τηρῶν νόμιμα ὄργια, Εὐρ. Βάκχ. 79 (κατὰ Musgr., χάριν τοῦ μέτρου).
θεμιτεύω (Α) θέμις (Ι)]
αντί θεμιστεύω, τελώ νομίμως.