εὑρεσιλογέω
ὅθεν λοιπὸν ἐπιτευκτικῶς καὶ ἐν τούτῳ ὁ µακάριος πράξας, ἔµεινεν ἀγαλλόµενος τῷ πνεύµατι· καὶ δοξάζων τὸν θεὸν ἐπὶ τῇ µεγαλειότητι αὐτοῦ, ἐν τῷ τόπῳ ἐκείνῳ ἀπελάσας καὶ τὰ ἀκάθαρτα πνεύµατα τὰ ἐκεῖσε ἐπὶ λύµῃ τῆς τῶν ἀνθρώπων σωτηρἰας → Thus, then, the blessed one achieved his aim here, too, and continuing to rejoice in the Spirit, and glorifying God for his greatness, he expelled from this place the impure spirits that lurked there so as to obstruct the salvation of human beings
English (LSJ)
εὑρεσι-λογία, εὑρεσί-λογος,
A v. εὑρησιλογέω, etc.
German (Pape)
[Seite 1092] richtiger εὑρησιλογέω, Gründe, Worte erfinden, ersinnen, um Etwas zu erklären, zu beweisen, Einem vorzuspiegeln, Pol. bei Ath. V, 193 d; D. L. 2, 134; Plut. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
εὑρεσιλογέω: εὑρίσκω ἢ πολλαπλασιάζω λέξεις, Πολύβ. παρ’ Ἀθην. 193D, Διογ. Λ. 2. 134.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
imaginer des paroles ou des raisons pour expliquer qch, càd parler beaucoup pour ne rien dire.
Étymologie: εὑρίσκω, λόγος.