καμπανίζω

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καμπανίζω Medium diacritics: καμπανίζω Low diacritics: καμπανίζω Capitals: ΚΑΜΠΑΝΙΖΩ
Transliteration A: kampanízō Transliteration B: kampanizō Transliteration C: kampanizo Beta Code: kampani/zw

English (LSJ)

   A weigh, PLond.5.1708.130 (vi A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

καμπανίζω: ζυγίζω, Ἰω. Δαμασκ. ΙΙ. 329D.

Greek Monolingual

καμπανίζω)
νεοελλ.
1. χτυπώ την καμπάνα της εκκλησίας, κουδουνίζω
2. (αμτβ.) ηχώ σαν καμπάνα, αποδίδω ήχο καμπάνας, κουδουνίζω
3. μτφ. υπαινίσσομαι κάτι, διατυπώνω καμπανιές, δυσάρεστους υπαινιγμούς
μσν.
ζυγίζω με τον κάμπανο. ζυγίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημασία «χτυπώ την καμπάνα» < καμπάνα. Με τη σημασία «ζυγίζω» < καμπανός].