ἐκλακτίζω

From LSJ
Revision as of 19:53, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκλακτίζω Medium diacritics: ἐκλακτίζω Low diacritics: εκλακτίζω Capitals: ΕΚΛΑΚΤΙΖΩ
Transliteration A: eklaktízō Transliteration B: eklaktizō Transliteration C: eklaktizo Beta Code: e)klakti/zw

English (LSJ)

   A kick out, fling out behind, σκέλος οὐράνιον Ar.V.1492 ; τὸ Φρυνίχειον ἐ. ib.1525 : abs., Eup.411, Hp.Art.82.    2 metaph., escape, run away, Men.16; also εἰς κραιπάλην Procop.Pers.1.24.

German (Pape)

[Seite 766] mit den Füßen hinten ausschlagen, Hippocr.; σκέλος Ar. Vesp. 1492. 1525; ἐκλελάκτικεν, er ist entflohen, Men. bei Suid. – Uebertr., Etwas mit Verachtung von sich stoßen, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκλακτίζω: λακτίζω πρὸς τὰ ὀπίσω, ἐπὶ κωμικοῦ χοροῦ, σκέλος οὐράνιον ἐκλακτίζων Ἀριστοφ. Σφ. 1492· τὸ Φρυνίχειον ἐκλακτισάτω τις αὐτόθι 1525· ἀπολ., Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 66. 2) μεταφ., φεύγω, ἐκλελάκτικεν ὁ χρηστὸς ἡμῖν μοιχός, «ἀποβέβηκεν, ἀπέφυγεν» (Σουΐδ.), «τὸ ἔκοψε λάσπη», Μένανδ. ἐν «Ἁλιεῖ» 10. 3) λακτίζω, «κλωτσῶ», Ἱππ. Κωακ. Προγν. 132G, κτλ. 4) ἀπολακτίζω, Θεοφίλ. Ἐπιστ. 13, σ. 37, ἔκδ. Boiss. 5) κατασπαταλῶ, Σουΐδ. ἐν λέξει Ἰωάννης ὁ ἐκ Καππαδοκίας.

French (Bailly abrégé)

1 agiter les jambes convulsivement comme pour ruer;
2 p. ext. lancer sa jambe (en avant, en l’air, etc.).
Étymologie: ἐκ, λακτίζω.