συγχορηγέω
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
English (LSJ)
A assist with supplies, σφίσι εἰς τοὺς περιεστῶτας καιρούς Plb.4.46.5; τισι Id.5.55.1, etc.: c. acc. rei, σ. τροφάς τισι Plu.Rom. 6: abs., σ. ἀφειδῶς Id.Cleom.6. II contribute towards, τοῖς γάμοις Id.Phoc.30.
German (Pape)
[Seite 971] mit, zugleich, zusammen Aufwand machen, zur Ausrüstung eines Chors; u. allgemeiner, Pol. 4, 46, 5; Plut. Phoc. 30; von einer Flotte, Timocl. 7.
Greek (Liddell-Scott)
συγχορηγέω: συμπαρέχω βοηθείας εἰς τροφὰς καὶ ἄλλα, τινι εἰς τοὺς παρεστῶτας καιροὺς Πολύβ. 4. 46, 5· τινι ὁ αὐτ. 5. 55, 1, κτλ.· μετ’ αἰτ. πράγμ., σ. τροφάς τινι Πλουτ. Ρωμ. 6· ἀπολ., σ. ἀφειδῶς ὁ αὐτ. ἐν Κλεομ. 6. ΙΙ. συνεισφέρω πρός τι, τοῖς γάμοις ὁ αὐτ. ἐν Φωκ. 30.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
litt. être chorège avec, d’où
1 contribuer à l’entretien de, contribuer à, subvenir : τινι à l’entretien de qqn ; τροφάς τινι PLUT contribuer aux frais de nourriture de qqn;
2 en gén. contribuer aux dépenses de, τινι.
Étymologie: σύν, χορηγέω.