ψιλᾶς

From LSJ
Revision as of 06:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

ἂν βούλησθε ἀκούειν καί μοι περιουσία ᾖ τοῦ ὕδατος → if you care to hear and if the water in the water-clock holds out, if you care to hear and if I have time enough for speaking

Source

German (Pape)

[Seite 1399] ὁ, Beiwort des Bacchus, unter dem er in Amyklä verehrt wurde, Paus. 5, 19; wahrscheinlich von ψιλός = λειογένειος, s. Lob. in Wolf's Anal. 3 p. 53 u. Phryn. 435.

Greek (Liddell-Scott)

ψῑλᾶς: ὁ, ἐπίθετον τοῦ Βάκχου, ὃ ἔφερε λατρευόμενος ἐν Ἀμύκλαις, Παυσ. 3. 19. 6, παρ’ ᾧ ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ πτερωτὸς (ἐκ τοῦ ψίλον Δωρ. ἀντὶ πτίλον)· ἀλλ’ ὁ Λοβ. (ἐν Wolf’s Anal. 353, Φρυνίχ. 435) λέγει ὅτι σημαίνει τὸν ἔχοντα λείαν καὶ ψιλὴν τὴν σιαγόνα, δηλ. ἀγένειον.

Greek Monolingual

(I)
ὁ, Α
προσωνυμία του Βάκχου στις Αμύκλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψίλον, δωρ. τ. του πτίλον + επίθημα -ᾶς του καθημερινού λεξιλογίου (πρβλ. χεσ-ᾶς)].———————— (II)
Α
(κατά τον Ησύχ.) «πέτρα, κράσπεδα».