ὑποξύω
From LSJ
ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
English (LSJ)
[ῡ],
A scrape a little or below, λίθον, v.l. for ἀπο-, Dsc.5.141; ποταμὸς πέζαν ὑποξύων νάπης AP9.669 (Marian.); cf. D.P.61,385.
German (Pape)
[Seite 1228] wie ὑποξέω, ein wenig od. leicht schaben, ritzen, leicht daran hinstreifen u. berühren; ποταμὸς πέζαν πολήων D. Per. 61; θῖνας 385; ποταμὸς πέζαν νάπης ὑποξύων Marian. 3 (IX, 669).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποξύω: [ῡ], ξύω ὀλίγον ἢ κατ’ ὀλίγον, τοῦτον (δηλ. τὸν λίθον) ὑποξύσαντες Διοσκ. 5. 159· ποταμὸς πέζαν νάπης ὑποξύων Ἀνθ. Π. 9. 669· πρβλ. Διον. Π. 61. 385.