διανίστημι
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
fut. -στήσω,
A awaken, rouse, D.H.4.2, J.AJ6.13.9; raise up, opp. καταβάλλω, Ph.1.669:—Med., fut. -στήσομαι, restore, D.H.3.20. II Pass., with aor. 2 and pf. Act., stand up, rise, νύκτωρ Arist.Oec.1345a16; spring up from ambush, Plb.3.74.1, cf. PPetr.2p.59 (iii B.C.), D.S.10.1, Plu.2.596a, etc. 2 stand aloof from, depart from, τινός Th.4.128. 3 form factions, περὶ σπουδὰς ὀρχηστῶν Plu.2.487f.
German (Pape)
[Seite 592] (s. ἵστημι), aufstellen, aufrichten; D. Hal. 4, 2; übertr., τὸ φρόνημα τῆς πόλεως τεταπεινωμένον 6, 12, u. a. Sp. – Med. nebst perf. u. aor. II. act. aufstehen, dazwischen od. sich entfernend von etwas, z. B. τῶν ἀναγκαίων συμφόρων διαναστάς, von seinem natürlichen Interesse abtrünnig, Thuc. 4, 128; ἐκ τῆς ἐνέδρας Pol. 3, 74, 1; zum Angriff, 5, 13, 6; vom Schlafe, Luc. Gall. 29; Plut.; dazwischen aufstehen, Apolld. 2, 4, 8.
Greek (Liddell-Scott)
διᾱνίστημι: μέλλ. -στήσω, ἀνεγείρω, Διον. Ἁλ. 4. 2· ἀνιδρύω, ὁ αὐτ. 6. 12. ΙΙ. μέσ., ἐγείρομαι, νύκτωρ Ἀριστ. Οἰκ. 1. 6, 6, Πολύβ. 3. 74, 1. 2) ἵσταμαι μακρὰν ἀπό τινος, ἀπομακρύνομαι, τινὸς Θουκ. 4. 128.
French (Bailly abrégé)
f. διαναστήσω, etc.
I. tr. faire lever, relever;
II. intr. (ao.2 διανέστην, pf. διανέστηκα ; Moy. διανίσταμαι, f. διαναστήσομαι, etc.);
1 se relever;
2 s’écarter de (ses intérêts), gén..
Étymologie: διά, ἀνίστημι.