προσυλλογισμός
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ὁ,
A prosyllogism, i.e. a syllogism the conclusion of which forms the major premiss of another, Id.APr.44a22: pl., ib.42b5.
German (Pape)
[Seite 784] ὁ, ein Syllogismus, dessen Folgerung der Vordersatz eines andern wird, Arist. An. pr. 1, 25; Rhett.
Greek (Liddell-Scott)
προσυλλογισμός: ὁ, συλλογισμὸς οὗ τὸ συμπέρασμα ἀποτελεῖ μείζονα πρότασιν ἄλλου συλλογισμοῦ, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 25, 11.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ προσυλλογίζομαι
(λογ.) σειρά συλλογισμών, όπου το συμπέρασμα κάθε προηγούμενου συλλογισμού είναι προκείμενη πρόταση του επομένου.