ἀστερίσκος
πᾶσα γυνὴ τοῦ λύχνου ἀρθέντος ἡ αὐτή ἐστι → all women are the same in the dark, all women are the same when the lights go out
English (LSJ)
ὁ, Dim. of ἀστήρ,
A little star, Call.Iamb.1.120, Hipparch.3.5.22 (pl.). 2 = ἀστερίσκιον, Eust. 424.5. II asterisk, the mark <*> by which Gramm. distinguished fine passages in Mss., Id.599.34, etc.; also used as a metrical sign, Heph.Poëm.p.74C. III = ἀστὴρ Ἀττικός, blue daisy, Thphr.HP 4.12.2, Ps.-Dsc.4.119. IV capsule of the poppy, Dsc.4.64. V small wheel with projections, Hero Aut.24.5. VI a geometrical figure, Id.*Stereom.1.77.
German (Pape)
[Seite 375] ὁ, dim. von ἀστήρ, 1) Sternchen, Callim. frg. – 2) ein Zeichen der Kritiker in Ausgaben von Schriftstellern, s. Osann. Anecdot. Roman. p. 76. 135. 136. 167 Sengebusch Homer. dissert. 1 p. 25. 51. – 3) bei Theophr. eine Pflanze.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστερίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ ἀστήρ, μικρὸς ἀστήρ, Καλλ. Ἀποσπ. 94. 2) = ἀστερίσκιον Εὐστ. 424. 5. ΙΙ. ἀστερίσκος, τὸ σημεῖον*, δι’ οὖ οἱ γραμμ. διέκρινον ἐκλεκτὰ χωρία ἐν τοῖς χειρογρ. - «τίθεται δὲ ὁ ἀστερίσκος ἐπὶ τῶν ἄριστα ἐχόντων ἐπῶν καὶ ἀστεροειδῶς οἱονεὶ λαμπόντων» (ἴδε στοιχ. Χ, χ) Εὐστ. 599. 34, κτλ.· ἦτο προσέτι ἐν χρήσει καὶ ὡς μετρικὸν σημεῖον, Ἡφαιστ. σ. 137. ΙΙΙ. φυτοῦ εἶδος, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 4. 12, 2, ἴδε ἀστήρ V. - εἶδος κοσμήματος τῆς κεφαλῆς ἔχοντος σχῆμα ἀστέρος, Διόδ. 19. 34 - κόσμημα περικεφαλαίας, «φάλος δὲ κόρυθος ἀσπιδίσκιον ἢ ἀστερίσκος προμετωπίδος» Εὐστ. Ἰλ. 422. 5, πρβλ. ἀστερίσκιον.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
astérisque, signe inventé par Aristophane de Byzance pour signaler un vers jugé authentique et placé correctement, mais répété abusivement dans un autre passage.
Étymologie: ἀστήρ.