ἐξυγραίνω

From LSJ
Revision as of 19:32, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Δίκαιος ἴσθι, ἵνα δικαίων δὴ τύχῃς → Sis aequus, aequa ut consequaris tu quoque → Sei du gerecht, damit Gerechtes dir widerfährt

Menander, Monostichoi, 119
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξυγραίνω Medium diacritics: ἐξυγραίνω Low diacritics: εξυγραίνω Capitals: ΕΞΥΓΡΑΙΝΩ
Transliteration A: exygraínō Transliteration B: exygrainō Transliteration C: eksygraino Beta Code: e)cugrai/nw

English (LSJ)

   A saturate, Arist.Pr.877a33, al.:—Pass., to be full of moisture, τοῦ ἀέρος -ομένου ib.944a21, etc.    2 make watery, of the blood, Id.HA521a12 (Pass.), cf. Plu.2.97b (Pass.): metaph., ἐ. τὰ σώματα ταῖς ἡδοναῖς ib.136b:—Pass., to be so, of plants, Thphr.CP 6.6.4.    II Pass., to be deprived of moisture, Id.Lap.10.    III Pass., of liquid purgations, τὰ τῆς κοιλίης ἐξυγρασμένα ἦν ἰσχυρῶς Hp. Prog.2; so -αίνεσθαι τὴν κοιλίαν Plu.Arat.29, cf. 2.914e.

German (Pape)

[Seite 889] ganz naß machen, ganz anfeuchten. Theophr.; τὰ σώματα ταῖς ἡδοναῖς ἐξ. καὶ ἀνατήκειν, weichlich machen, Plut. de san. tu. p. 406. – Pass. ganz feucht werden, Arist. H. A. 3, 19; von Säften, schwellen, Sp.; ἐξυγρασμένος bei Theophr. auch = der Feuchtigkeit beraubt, trocken.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξυγραίνω: καθιστῶ τι ὑγρόν, διὰ τὸ ψῦχος, εἴσω συρρυὲν τὸ ὑγρὸν ἐξυγραίνει τὴν γλῶτταν Ἀριστ. Προβλ. 8. 14. κ. ἀλλ.: - Παθ., καθίσταμαι κάθυγρος, γίνομαι ἐντελῶς ὑγρός, Ἱππ. Προγν. 37, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 19, 8, κ. ἀλλ. 2) καθιστῶ τι μαλθακόν, μάλιστα ταῖς ἡδοναῖς ἐξυγραίνειν καὶ ἀνατήκειν τὸ σῶμα παραδιδόντες Πλούτ. 2. 136Β˙ - ἐν τῷ Παθ., τὴν ἀσχημάτιστον... καὶ ἀχρώματον οὐσίαν καὶ ὕλην... νῦν μὲν φλέγεσθαι, νῦν δὲ ἐξυγραίνεσθαι, καθίστασθαι ὑγράν, αὐτόθι 2. 97Β˙ ἐπὶ καρπῶν, καθίσταμαι ἔγχυλος, ἐρυθραινόμενον δὲ (τὸ συκάμινον) ἐξυγραίνεται Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 6, 4. ΙΙ. ἐν τῷ Παθ., προσέτι, στεροῦμαι πάσης ὑγρασίας, οἵτινες ἐξυγρασμένοι τυγχάνουσιν ὁ αὐτὸς π. Λίθ. 10.

French (Bailly abrégé)

dissoudre, amollir.
Étymologie: ἐξ, ὑγραίνω.