ἐπιβρέχω
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
English (LSJ)
A pour water on, water, cj. for ἀποβρίθουσι in Thphr.HP 5.3.3; rain upon, παγίδας ἐπί τινας LXX Ps.10(11).6. II. impers., it rains, Simp. in Epict.p.92D.
German (Pape)
[Seite 930] von oben, auf der Oberfläche benetzen, anfeuchten, u. übh. bewässern, einweichen, Theophr. u. Sp.; ὅταν μὴ ἐπιβρέξῃ, wenn es nicht darauf regnet, Simpl. ad Epict. p. 347.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιβρέχω: μέλλ. -ξω, ἐπιχέω ὕδωρ ἐπάνω εἴς τι, ἐπιβρέχω, καὶ γὰρ ἐπιβρέχουσιν (ὑποβρέχουσιν Wimmer) εἰς τὴν τρύπησιν Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 3, 3· ἐφύω, πέμπω ὡς βροχήν, ἐπιβρέξει ἐπὶ ἁμαρτωλοὺς παγίδας, πῦρ καὶ θεῖον Ἑβδ. (Ψαλ. Ι´, 6)· λούω, ἐπιβρέχειν τὸν στόμαχον, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Διοσκ.
Greek Monolingual
ἐπιβρέχω (AM)
1. βρέχω, καταβρέχω την επιφάνεια
2. ρίχνω σαν βροχή
αρχ.
απρόσ. ἐπιβρέχει
βρέχει.