κάρον

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάρον Medium diacritics: κάρον Low diacritics: κάρον Capitals: ΚΑΡΟΝ
Transliteration A: káron Transliteration B: karon Transliteration C: karon Beta Code: ka/ron

English (LSJ)

[ᾰ], τό,

   A = καρώ, Theb.Ostr.135 (i A.D.); also v.l. for καρώ, Dsc.3.57.    II = μεγάλη ἀκρίς, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1328] τό, Kümmel, Karbe, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κάρον: ᾰ, τό, ἢ κάρος, ὁ, κύμινον, caum carui, «κάρος σπερμάτιον ἐστὶ γνώριμον… ἀναλογοῦν ἀνίσῳ» Διοσκ. 3. 66. - Καθ᾽ Ἡσύχ.: «κάρον· μεγάλη ἀκρίς».

Greek Monolingual

το (Α κάρον, το και κάρος, ὁ)
νεοελλ.
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας τών σκιαδοφόρων
αρχ.
1. (κατά τον Διοσκ.) «κάρος σπερμάτιον ἐστὶ γνώριμον, ἀναλογοῡν ἀνίσῳ», πιθ. το κύμινο
2. (κατά τον Ησύχ.) «μεγάλη ἀκρίς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με τη γλώσσα του Ησυχίου «κάρ
φθείρ», ίσως επειδή οι σπόροι του φυτού μοιάζουν με ψείρες. Κατ' άλλη άποψη, πιθ. < κάρα «κεφάλι»].