μισοπράγμων
From LSJ
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A hating business, Dam.Isid.296.
German (Pape)
[Seite 192] ον, die Geschäfte, das thätige Leben hassend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μῑσοπράγμων: -ον, ὁ μισῶν τὴν ἀνάμιξιν εἰς τὰ πράγματα, τοὺς περισπασμοὺς τοῦ βίου, ἀποφεύγων τὴν πολυπραγμοσύνην, φιλήσυχος, Δαμάσκιος ἐν Φωτ. Βιβλ. 352. 19.
Greek Monolingual
μισοπράγμων, -ον (Α)
αυτός που μισεί, που αποφεύγει την πολυπραγμοσύνη, φιλήσυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + -πράγμων (< πρᾶγμα), πρβλ. φιλο-πράγμων].