συναλλαγή

From LSJ
Revision as of 19:46, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναλλᾰγή Medium diacritics: συναλλαγή Low diacritics: συναλλαγή Capitals: ΣΥΝΑΛΛΑΓΗ
Transliteration A: synallagḗ Transliteration B: synallagē Transliteration C: synallagi Beta Code: sunallagh/

English (LSJ)

ἡ,

   A interchange, esp. for purposes of conciliation, ἐν ξυναλλαγῇ λόγου by reconciling words, S.Aj.732; λόγων ξυναλλαγαῖς E.Supp.602 (lyr.): abs., reconciliation, making of peace, Th.4.20; ὅρκοι ξυναλλαγῆς Id.3.82: in pl. συναλλαγαί, treaty of peace, X.HG 6.5.8.    2 commerce, dealings, λέκτρων ἦλθες ἐς συναλλαγάς (of a procuress) E.Hipp.652; ἔν τε δαιμόνων συναλλαγαῖς in the dealings of men with the immortals, S.OT34; ἐπὶ συναλλαγαῖς γάμου D.H. 1.60; covenant, contract, Id.6.22, POxy.70.4 (iii A.D.); αἱ πρὸς ἀλλήλους σ. OGI669.18 (Egypt, i A.D.).    3 rate of exchange, agio, PMasp. 131.1, al. (vi A.D.).    II that which is brought about by the intervention or agency of another, visitation, νόσου ξυναλλαγῇ S.OT960; conjuncture, Id.OC410; μολόντ' ὀλεθρίαισι σ. Id.Tr.845 (lyr., unless = meeting, converse).

German (Pape)

[Seite 998] ἡ, Austausch, Vertauschung; daher – a) Ausgleichung, Versöhnung; λήγει ἔρις δραμοῦσα τοῦ προσωτάτω ἀνδρῶν γερόντων ἐν ξυναλλαγῇ λόγου, Soph. Ai. 719; vgl. Eur. Suppl. 602; Thuc. 3, 82. 4, 20; ἐκ συναλλαγῆς, Xen. Cyr. 3, 1, 40. – b) Verkehr und Umgang übh.; λέκτρων ἀθίκτων ἦλθες ἐς συναλλαγάς, Eur. Hipp. 652; bes. Handelsverkehr. Bei Soph. O. R. 34, ἔν τε δαιμόνων ξυναλλαγαῖς, sind von den Göttern verhängte Schickungen, Schicksalswechsel gemeint, vgl. ποίας φανείσης ξυναλλαγῆς O. C. 411, nach welcher Fügung, Schickung; νόσου ξυναλλαγῇ, O. R. 960; Trach. 842.

Greek (Liddell-Scott)

συναλλᾰγή: ἡ, φιλικὴ ἀνταλλαγὴ λόγων, μάλιστα ἐπὶ σκοπῷ φιλιώσεως, ἐν ξυναλλαγῇ λόγου, διὰ διαλλακτικῶν λόγων, Σοφ. Αἴ. 732· ἐν λόγων ξυναλλαγαῖς Εὐρ. Ἱκ. 602· ἀπολ., διαλλαγή, συμφιλίωσις, εἰρήνευσις, Θουκ. 4. 20· ὅρκοι ξυναλλαγῆς ὁ αὐτ. 3. 82· ἐν τῷ πληθ., ξυναλλαγαί, συνθήκη εἰρήνης, Ξεν. Ἑλλ. 6. 5, 8. 2) καθόλου, διαπραγμάτευσις, ἐπιμιξία, λέκτρων ἐλθεῖν εἰς ξυναλλαγὰς Εὐριπ. Ἱππ. 652· ἐπὶ συναλλαγαῖς γάμου Διον. Ἁλ. 1. 60· ἡ κατὰ γάμον σ. Κλήμ. Ἀλ. 538· ― συνθήκη, συμφωνία, συμβόλαιον, Διον. Ἁλ. 6. 22. ΙΙ. τὸ εἰς πέρας φερόμενον διὰ τῆς συνεργίας ἢ τῆς μεσιτείας ἑτέρου, ἔν τε δαιμόνων ξυναλλαγαῖς, δι’ ἰδιαιτέρων ἐπεμβάσεων τῶν θεῶν, ἀντίθετ. τῷ συμφοραῖς βίου, Σοφ. Ο. Τ. 34· νόσου ξυναλλαγῇ, τῇ ἐπεμβάσει νόσου, δηλ. διὰ τῆς νόσου ὡς διὰ συνεργοῦ, αὐτόθι 960· καθόλου, τὸ ἀποτέλεσμα τοιαύτης ἐπεμβάσεως, σύμπτωσις, συμβάν, ὁ αὐτ. ἐν Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 410· μολόντ’ ὀλεθρίαισι συναλλ., ἐλθόντα μὲ καταστρεπτικὰ ἀποτελέσματα, ὁ αὐτ. ἐν Τραχ. 845.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
échange de relations, d’où
1 commerce intime, union;
2 relations d’affaires, particul. conférence, entretien, entretien de réconciliation, tractations en vue d’un accord ; réconciliation, traité de paix;
3 en gén. activité, action, intervention (de la divinité, d’un événement, etc.) ; rencontre de circonstances, événement, issue, résultat;
4 rencontre, attaque.
Étymologie: συναλλάσσω.