ἅλιμος
κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖν → better to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well
English (LSJ)
ον, (ἅλς)
A of or belonging to the sea, ὄτοβος Trag.Adesp.247; τὰ ἅ. seaside, LXX Je.17.6. II as Subst., ἅλιμον, τό, tree purslane, Atriples Halimus, Antiph.160, Thphr.HP4.16.5, Dsc.1.91 (ἅλιμος, ὁ, Ps.-Dsc.ibid.). (Sts. written ἄλιμον, cf. AB376.)
German (Pape)
[Seite 96] ον, salzig, Antiphan. Ath. IV, 161 a; ὁ ἅλ., auch τὸ ἅλιμον, eine Art strauchartiger Spinat, Theophr. (atriplex halimus).
Greek (Liddell-Scott)
ἅλῐμος: -ον, (ἅλς) ἀνήκων εἰς τὴν θάλασσαν, θαλάσσιος, Λατ. marinus, Ἡσύχ. «ἅλιμα, θαλάσσια», γῆ ἁλμυρὰ παρὰ τὴν θάλασσαν, Ἑβδ. (Ἱερεμ. ιζ΄, 6). ΙΙ. ὡς ουσιαστ., ἅλιμον, τὸ, θάμνος φυόμενος παρὰ τὴν θάλασσαν, «ἁρμυρήθρα» Ἀντιφ. ἐν «Μνήμασι» 1. Θεοφρ. Ἱ. Φ. 4. 16, 5· παρὰ Διοσκ. ἀρσ. ὁ ἅλιμος, «θάμνος ἐστὶ φραγμίτης, ὑπόλευκος, οὐκ ἔχων ἀκάνθας, φύλλα δὲ ἐλαίᾳ παραπλήσια, πλατύτερα μέντοι καὶ ἁπαλώτερα· φύεται ἐν παραθαλασσίοις καὶ φραγμοῖς» 1.120.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de mer.
Étymologie: ἅλς¹.