θηραγρέτης
From LSJ
Ἐν τοῖς κακοῖς δὲ τοὺς φίλους εὐεργέτει → Bene fac amicis, res habent quorum male → Im Unglück aber tue deinen Freunden wohl
English (LSJ)
ου, ὁ,
A hunter, E.Ba.1020 (lyr., s.v.l.), AP6.184 (Zos.).
German (Pape)
[Seite 1208] ὁ, Wildfänger, Jäger; Eur. Bacch. 108; Zosim. 2 (VI, 184).
Greek (Liddell-Scott)
θηραγρέτης: -ου, ὁ κυνηγός, Εὐρ. Βάκχ. 1020, Ἀνθ. Π. 6. 184· ὡσαύτως, θηραγρευτής, Θεόδ. Πρόδρ. σ. 213.